μελλόνυμφος — about to be masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλόνυμφος — ο θηλ. η αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σε λίγο καιρό: Οι μελλόνυμφοι έστειλαν τα προσκλητήρια του γάμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελλόνυμφον — μελλόνυμφος about to be masc/fem acc sg μελλόνυμφος about to be neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλονύμφου — μελλόνυμφος about to be masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλόνυμφοι — μελλόνυμφος about to be masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… … Dictionary of Greek
μελλονύμφη — μελλονύμφη, ἡ (ΑM) βλ. μελλόνυμφος … Dictionary of Greek
μελλυμέναιος — μελλυμέναιος, ον (Α) μελλόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ὑμέναιος «γάμος»] … Dictionary of Greek
μελλόγαμος — η, ο (Α μελλόγαμος και μελλέγαμος, ον) μελλόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + γάμος (πρβλ. πικρό γαμος, φιλό γαμος)] … Dictionary of Greek
μελλόνυμφη — η βλ. μελλόνυμφος … Dictionary of Greek