μελλόνυμφος

μελλόνυμφος
-η, ο, θηλ. και -ος (ΑM μελλόνυμφος, -ον, θηλ. και μελλονύμφη)
(συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα
αρχ.
(για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω δόμος ἐφεστίοις ἀλαλαγαῑς ὁ μελλόνυμφος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. κακό-νυμφος, παρά-νυμφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μελλόνυμφος — about to be masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελλόνυμφος — ο θηλ. η αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σε λίγο καιρό: Οι μελλόνυμφοι έστειλαν τα προσκλητήρια του γάμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελλόνυμφον — μελλόνυμφος about to be masc/fem acc sg μελλόνυμφος about to be neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελλονύμφου — μελλόνυμφος about to be masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελλόνυμφοι — μελλόνυμφος about to be masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… …   Dictionary of Greek

  • μελλονύμφη — μελλονύμφη, ἡ (ΑM) βλ. μελλόνυμφος …   Dictionary of Greek

  • μελλυμέναιος — μελλυμέναιος, ον (Α) μελλόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ὑμέναιος «γάμος»] …   Dictionary of Greek

  • μελλόγαμος — η, ο (Α μελλόγαμος και μελλέγαμος, ον) μελλόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + γάμος (πρβλ. πικρό γαμος, φιλό γαμος)] …   Dictionary of Greek

  • μελλόνυμφη — η βλ. μελλόνυμφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”